Blonde Redhead - Fake Can Be Just As Good (Touch And Go Records, 1997) v_era

Blonde Redhead - Fake Can Be Just As Good (Touch And Go Records, 1997)

Τί κάνουν 2 Ιταλοί και μιά Γιαπωνέζα σε ένα στουντιο στη Νέα Υόρκη; Παπάδες!

Οι Blonde Redhead θαρρώ πως είναι μία από τις πλέον υποτιμημένες μπάντες στην ιστορία της rock μουσικής. Το θάρρος και ενίοτε θράσος που διακρίνει κανείς στις συνθέσεις τους είναι χαρακτηριστικό. Το μουσικό τους ύφος όμως, παρότι ιδανικό για όσους αναζητούσαν το ελαφρώς διαφορετικό, τον όχι καθαρά αγγλικό ή και αμερικάνικο -ας πούμε- ήχο, δε φαίνεται να τους βοήθησε ποτέ να εκτοξεύσουν τη δημοφιλία τους και να σαρώσουν τα (indie) charts. Η αναφορά μου στον, πιθανότατα, καλύτερο δίσκο τους, το Fake Can Be Just As Good, ελπίζω να φέρει έστω και έναν ακόμα μουσικόφιλο στον ονειρικό κόσμο τους.

Οι BR αποτελούνται από τους δίδυμους Ιταλούς (Μιλανέζους) αδερφούς Pace (Simone και Amedeo) και την Γιαπωνέζα τραγουδίστρια/κιθαρίστρια Kazu Makino. Η έδρα της μπάντας πάντως είναι η Νέα Υόρκη που αποτελεί το μέρος όπου τα τρία μέλη γνωρίστηκαν κατά τη διάρκεια των (καλλιτεχνικών) σπουδών τους. Μέχρι σήμερα (2018) έχουν κυκλοφορήσει εννέα δίσκους με τον ήχο τους να μετεξελίσσεται από no wave-noise-experimental rock σε κάτι πιο ελαφρύ, που αν έπρεπε να αποκτήσει ταμπέλες θα ήταν κάτι σαν “dream pop”και “shoegaze” αλλά με περισσότερα στοιχεία απ’όσα οι ταμπέλες λένε.

Η νεότερη εκδοχή τους, είναι εξίσου ενδιαφέρουσα και αυτή συνδυάστηκε με σχετικό άνοιγμα σε μεγαλύτερο κοινό, όμως οι τρεις πρώτοι δίσκοι, κατά τον γράφοντα, έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον και χαρακτηρίζονται από περισσότερη πρωτοτυπία.

Ο Fake Can Be Just As Good είναι ο τρίτος δίσκος της μπάντας και αποτελεί φυσιολογική συνέχεια των δύο πρώτων, με τους οποίους η μπάντα είχε δώσει το μουσικό της στίγμα. Είναι ο παρθενικός δίσκος με την -τότε- νέα εταιρεία τους, την Touch And Go Records, ο πρώτος μετά τη φυγή τους από την Smells Like Records (ιδιοκτησίας του Steve Shelley των Sonic Youth). Περιέχει δε όλα τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ως “ο καλός τρίτος δίσκος που είναι αναγκαίος για να καθιερωθείς”. Oι επιρροές είναι ξεκάθαρες και νομίζω πως όχι μονό δεν τις κρύβουν αλλά φροντίζουν να τις τιμήσουν δεόντως. Το φάντασμα των Sonic Youth και η διεστραμμένη fuzzy ατμόσφαιρά τους, βρίσκεται παντού και τους καθοδηγεί. Με το νέο τους -τότε- ξεκίνημα τόνισαν την απόλυτη ταύτισή τους με τον ήχο της προηγούμενης εταιρείας -και φάσης -τους και των έως τότε επιρροών τους. Και αν όχι τόσο απόλυτα με το μουσικό στυλ των Sonic Youth, σίγουρα με τη φιλοσοφία, τη διάθεσή τους για πειραματισμό και τον τρόπο που οι δάσκαλοι, χτίζουν κλιμακωτά την κάθε τους σύνθεση. Δε θέλω να ακουστώ ιερόσυλος, όμως νομίζω πως ειδικά εδώ, ο μαθητής ίσως και να ξεπέρασε το δάσκαλο. Αλλά και έτσι να μην είναι τα πράγματα, μιλάμε για έναν από τους δίσκους ορόσημα της κιθαριστικής/noise σκηνής που φροντίζει να σε βάλει στο κλίμα από το εναρκτήριο Kazuality. Ωμό, άμεσο, κιθαριστικό, να παίζει με τα όρια μεταξύ punk και noise rock. Και παρ΄ολαυτά να αποτελεί ένα ερωτικό τραγούδι με στίχους όπως: “No shame like a fire / Timeless fire / That burns / Me to you / You to me / Old love new idea”. Τα ίδια, από μουσικής άποψης, και στο Water μόνο που εδώ τα φωνητικά, οι αρκετές εναλλαγές και η λίγο πιο έντονη μελωδική χροιά, μπερδεύουν κάπως το τελικό αποτέλεσμα. Στο φοβερό και τρομερό Ego Maniac, στήνουν ένα αισθησιακό σκηνικό με την Kazu να ψιθυρίζει στίχους, η μουσική παρουσιάζει μία μικρής κλήσης μεν - κατηφόρα δε, ώσπου ξαφνικά στο τέλος έχουμε ένα ορμητικό ξέσπασμα. Και όλα αυτά σε μόλις τέσσερα λεπτά.

Αλλαγή πλευράς στο δίσκο και απορία για το τί θα σκαρφιστούν στη συνέχεια…! Bipolar: Οργιώδη πέντε λεπτά ενός μαγικού shoegaze/dream pop ταξιδιού, του πρώτου πιθανότατα της καριέρας τους. Ρυθμός μεθυστικός, groove-άτος, σχεδόν ερωτικός. Κολλά στο μυαλό.

Συνέχεια στο πάρτυ με το δυναμικό Pier Paolo, από τα ομορφότερα του δίσκου. Στο Oh James κάνουν ένα garage/rocknroll πέρασμα αλλά ακόμα και αν όλος ο δίσκος ήταν μια μετριότητα ο τρόπος που επέλεξαν να τον κλείσουν, το χορταστικό τζαμάρισμα στο instrumental πανηγύρι που ακούει στο όνομα Futurism Vs Passeism, θα ήταν αρκετό για να πούμε ότι ο δίσκος αξίζει. Tα riffs του “σκοτώνουν”, είναι γεμάτα ενέργεια και η air guitar κολλάει στα χέρια σου.

Αυτός είναι ο δίσκος που σας προτείνω να ακούσετε αρχικά για να ξεκινήσετε την περιήγησή σας στον fuzzy/noise/dreamy κόσμο των Blonde Redhead, όσοι δεν τους έχετε ακόμα γνωρίσει. Όσοι τους ξέρετε ελπίζω με αυτό το κείμενο να σας έδωσα ένα κίνητρο να ακούσετε ξανά το Fake Is Just As Good και να περάσετε ένα τέλειο 40αλεπτο.

Ακούστε ένα δείγμα εδώ

 

Φωτογραφία: v_era

Διαβάστε επίσης