Στο παρόν κείμενο θα διαβάσετε μερικές σκέψεις για ένα από τα καλύτερα ντεμπούτο άλμπουμ της τελευταίας εικοσαετίας. Το Puressence του 1996 μετέτρεψε με το καλημέρα τη βρετανική-ομώνυμη-μπάντα, που στην πατρίδα της ήταν και παρέμεινε άγνωστη, σε τεράστιο όνομα για τους Έλληνες του ιδιαίτερου μουσικού κριτηρίου. Η μπάντα πέτυχε απίστευτες πωλήσεις εδώ (ενέπνευσε και τη δημιουργία δυναμικού fan club άλλωστε) και προκαλούσε παροξυσμό σε κάθε μια από τις πολλές εμφανίσεις της. Η αρχική επιτυχία βέβαια σύντομα άρχισε να ξεθωριάζει φέρνοντας το αναπόφευκτο τέλος, η αξία όμως αυτού του άλμπουμ δεν αλλοιώθηκε από το χρόνο και παρακάτω θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε το γιατί.
Μεταφερόμαστε στο 1996. Πρόκειται για μια από τις τελευταίες συνολικά καλές χρονιές για τη Βρετανική μουσική παραγωγή. Οι συνθήκες στη μουσική βιομηχανία του μεγάλου νησιού είναι κάπως νεφελώδεις. Μετά-Madchester εποχή με μπάντες όπως James, Pulp και Suede να μεσουρανούν, darkwave, new pop υπαρκτά αλλά όχι σε μορφή ρεύματος και ταυτόχρονα από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, το grunge να σαρώνει τα πάντα. Έτσι, στη Βρετανία ο μουσικός τύπος αναγκάζεται να εφευρίσκει θεματάκια για να κρατήσει το ενδιαφέρον ζεστό, όπως τον -δήθεν- πόλεμο BlurVsOasis. Σε αυτό το britpop και μάλλον χαριτωμένο κλίμα, προσγειώθηκαν οι Puressence με τις καταθλιπτικές μουσικές ιστορίες τους και τα εξώφυλλα με τα, πολύχρωμα μεν, σκουριασμένα δε, πλοία.
Ο δίσκος μουσικά κινείται στο χώρο του alternative/indie ήχου αν και η ιδιαίτερης χροιάς και χρώματος φωνή της ηγετικής μορφής της μπάντας, του James Mudriczki, ενδεχομένως να τον εντάσσει παράλληλα (όπως και την πορεία τους καθ’ολοκληρίαν) και σε άλλα μουσικά μονοπάτια όπως το post punk ή και παρακλάδια του dark ήχου. Σίγουρα ο ήχος των Radiohead (της έως και The Bends εποχής) αλλά και το shoegaze των Ride με κάποιες κλασσικότερες rock προσλαμβάνουσες, αποδίδουν κάπως το στίγμα τους. Οι ίδιοι βέβαια σα βασική τους επιρροή θεωρούσαν πάντα τους Cure και τον Robert Smith, γεγονός που εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς, καθότι οι προαναφερθέντες, ειδικά μέχρι και τις αρχές των ‘90s, συνδύαζαν άψογα post punk με goth . Παράλληλα, η αγάπη για τους Stone Roses ήταν και η αιτία που τους ένωσε αρχικά καθότι γνωρίστηκαν σε λεωφορείο πηγαίνοντας να δουν ένα live της παρέας του Ιan Brown. Επαναλαμβάνω όμως πως, πέρα από όλες τις επιρροές, η ιδιαίτερη φωνή του James ήταν αυτή που έπαιξε βασικό ρόλο στον ήχο και το μουσικό στυλ που ανέπτυξαν σα συγκρότημα.
Από τις πρώτες νότες του εναρκτήριου Near Distance το άλμπουμ είναι καθηλωτικό. Σε βάζει σε ένα κλειστοφοβικό, σκοτεινό και απόκοσμο περιβάλλον με οδηγό το μπάσο του Kevin Matthews αλλά και τα τύμπανα του Tony Szuminksi, που ηχούν σα τους χτύπους της καρδίας του James όταν τραγουδάει συναισθηματικά φορτισμένους στίχους όπως: “Been around for ages so it won't change now / Pleasing shallow faces and I don't care how / Some little starry young thing robs me blind / All the time, I try”.
Θυμηθείτε το:
Θυμάμαι πολύ έντονα την πρώτη εσωτερική σκέψη, «Ώπα!Τί γίνεται εδώ;», έχοντας ίσα-ίσα ακούσει τα πρώτα λεπτά, μόλις τις πρώτες μέρες της κυκλοφορίας του. Όσοι έχουν αυτή την ερωτική σχέση με τη μουσική, στιγμές σαν τούτη αναζητούν και λατρεύουν. Στιγμές που τους στιγματίζουν για πάντα και που, είκοσι χρόνια μετά, τις αναπολούν και ανατριχιάζουν. Αυτό προσέφεραν οι Puressence μοιράζοντας το απλόχερα, με τους Έλληνες φίλους τους να αποδεικνύονται ιδιαίτερα δεκτικοί.
Κορυφαία στιγμή του δίσκου αποτελεί αναμφισβήτητα το India. Αισθάνεσαι πως ένα χέρι σε αρπάζει και σε σπρώχνει μέσα στο δωμάτιο της απόγνωσης και της απελπισίας, στιγμές και συναισθήματα που όλοι έχουμε νιώσει κάποια στιγμή στη ζωή μας. Ταυτόχρονα ο δυναμισμός και τα κιθαριστικά ξεσπάσματα που συνοδεύονται από την αγγελική φωνή του James, δημιουργούν αίσθημα λύτρωσης, φωτίζοντας το δρόμο της διεξόδου. Νομίζω πως όσα και να γράψω, αδικώ το κομμάτι με την περιγραφή μου.
Οι στίχοι τους γενικότερα περιστρέφονται γύρω από θέματα όπως η αναζήτηση νοήματος στη ζωή, η αλλαγή, η διαφυγή από τη μουντή πραγματικότητα. Όπως για παράδειγμα στο πρώτο single και αναμφισβήτητα πλέον γνωστό κομμάτι του δίσκου αλλά και ολόκληρης της μετέπειτα καριέρας τους, το I Suppose: “You’re getting shot down / You’re getting pushed in / A little by little / And i suppose you feel all right now / All right now / Don’t feel”. Καμία σύνθεση στο δίσκο δεν υστερεί, αντιθέτως όλες είναι σα να τις έχει ακουμπήσει το χέρι του θεού. Το Μr Brown διαθέτει μια από τις πιο επιβλητικές εναρκτήριες μπασογραμμές που έχω ακούσει ποτέ. Το Fire ακολουθεί το δυναμισμό του India και το ανταγωνίζεται ευθέως, σε πάθος και ένταση. Το ήπιο Casting Lazy Shadows, σε εκπλήσσει με την αλλαγή ρυθμού από τη μέση της σύνθεσης και μετά.
Ανεξάρτητα από την καλλιτεχνική αξία του άλμπουμ, η αποδοχή της μπάντας στην Ελλάδα δεν είχε καμιά σχέση με αυτή στο εξωτερικό και κυρίως στην πατρίδα τους. Από προσωπική εμπειρία πού είχα σε δισκάδικο του Manchester, σε σχετική ερώτηση μου ο υπάλληλος στο μαγαζί δυσκολεύτηκε πολύ να θυμηθεί καν το όνομα τους. Και δεν έδειξε και ιδιαίτερο ενθουσιασμό όταν τελικά τους θυμήθηκε. Ουδείς προφήτης στον τόπο του; Το ποιός είχε δίκιο τελικά λίγη σημασία έχει, όμως στην Ελλάδα τέτοια ήταν η αποδοχή, που στην πρώτη τους εμφάνιση, ο Mudriczki και η παρέα του ανεβαίνοντας στη σκηνή φωτογράφιζαν το πλήθος, αδυνατώντας να πιστέψουν το πόσο μεγάλη επαφή είχαν χτίσει -εν αγνοία τους προφανώς- με το ελληνικό κοινό. Μιλάμε φυσικά για μια εποχή χωρίς social media οπότε όλο αυτό δε γινόταν απλά για να «ανέβει» μια φωτογραφία, αλλά γιατί είχαν ειλικρινά μείνει αποσβολωμένοι από τον κόσμο και ήθελαν να έχουν πιστήρια για τους φίλους τους, πίσω στην πατρίδα. Ενθυμούμενος τώρα το σκηνικό, αντιλαμβάνομαι ότι μάλλον ούτε οι ίδιοι είχαν καταλάβει τί δισκάρα είχαν σκαρώσει, και ίσως η πρώτη συνειδητοποίηση να γινόταν μέσω των αντιδράσεων του ελληνικού κοινού.
Στη συνέχεια, και μετά τη διάλυση της μπάντας το 2013, τα μέλη ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους. Ο κιθαρίστας Neil Mc Donald έφυγε το 2003 για να σχηματίσει την μπάντα Juno Ashes. Αυτός που τον αντικατέστησε, ο Lowell Killen, δημιούργησε τους White Boy μαζί με τον Joe Jones (frontman των Janis Graham Band). Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, βρίσκεται στα σκαριά η πρώτη κυκλοφορία της νέας μπάντας του Mudriczki, οι Nihilists. Ανεξάρτητα όμως με όλα όσα τα μέλη δημιούργησαν εντός μπάντας ή και αργότερα το γεγονός είναι αυτό: Το Puressence αποτελεί ένα από τα ομορφότερα ντεμπούτο άλμπουμ που γράφτηκαν ποτέ και συγχρόνως από τα πλέον αδικημένα (σε παγκόσμιο επίπεδο). Αργά η γρήγορα θέλω να πιστεύω πως θα αναγνωριστεί ως ένα από τα σημαντικότερα μουσικά δημιουργήματα, και ελπίζω διαβάζοντας αυτές τις γραμμές 20 χρόνια μετά να μην αισθανθώ ότι υπερέβαλα.
Been around for ages so it won't change now...
Φωτογραφία: v_era
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο stereoworld.gr και κατόπιν στο soundgaze.gr