Δευτέρα και ακόμα μία ημέρα βρισκόμαστε στις επάλξεις, έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τον «στρατό» συγκροτημάτων που κατηφόρισαν στην Ελλάδα φέτος το καλοκαίρι. Το Release δεν άφησε κανένα μουσικό είδος…παραπονεμένο. Και metal και reggae και new wave και punk/post punk και heavy/stoner rock και pop/electro, με τη μόνη κατηγορία που ίσως να έμεινε λίιιγο στην απέξω να είναι η καθαρά electro/dance (αλλά θα έρθει και η σειρά της φαντάζομαι, ίσως του χρόνου. Δε θα πάψω να ελπίζω άλλωστε πως κάποτε θα μπορέσουμε να πείσουμε τους Underworld να επιστρέψουν στον τόπο του…μαρτυρίου τους). Μία από τις πλέον δυνατές, ενδιαφέρουσες και με μεγαλύτερη μουσική συνοχή, ήταν λοιπόν η 8η ημέρα του Release, που στο τέλος της για…κερασάκι, είχε τους αγαπημένους Alice in Chains (για να εκπροσωπηθεί και το indie/grunge ντε).
Monovine
Λίγο μετά της 5.30, στην ηλιόλουστη Νεροπλατεία, έκαναν την εμφάνιση τους οι Monovine που αποτελούν κορυφαίο εκπρόσωπο του σύγχρονου ελληνικού alternative ήχου. Τα έχουμε ξαναπεί όμως, πως στην Ελλάδα 5, 6 ακόμα και 7 η ώρα, δεν είναι εφικτό να εμφανίζονται συγκροτήματα χωρίς να μπαίνει το στοιχείο του ηρωισμού και της αυταπάρνησης απέναντι στον ήλιο και τις θερμοκρασίες που αναπτύσσονται συνήθως. Ίσως θα έπρεπε αυτά τα live να γίνονται σε… υπόγειες στοές ή κάτι τέτοιο. Για 30-35 λεπτά πάντως, ακούσαμε ωραία πράγματα και “δροσιστήκαμε” αρκετά με τις indie μελωδίες και το δυναμισμό του παιξίματος τους. Χαρακτηριστικό της τριμελούς μπάντας είναι η Cobain-ική φωνή του Στράτου, όμως προς τιμήν τους, αποφεύγουν να κινηθούν σε μουσικά περιβάλλοντα (αμιγώς) Nirvana. Τo set τους ήταν απλωμένο και στους τρεις δίσκους της έως τώρα καριέρας τους, με το κορυφαίο -κατά την άποψή μου- Swallow (2014) να εκπροσωπείται από το φοβερό The One που έκλεισε το set, ενώ λίγο πριν, ακούσαμε το επίσης υπέροχο Odd (από το Cliche του 2011). Αν και έχασα τις πρώτες στιγμές του live, πρόλαβα να ακούσω και τα Mellow και Void από το περσινό D.Y.E. Μια χαρά όλα και μπράβο και πάλι που τα κατάφεραν με τόση ζέστη.
Puta Volcano
Σύντομο soundcheck και τυπικότατα στην ώρα τους εμφανίστηκαν οι stoner/grungers Puta Volcano, μία μπάντα που έχω δει μπόλικες φορές και που -όπως απέδειξαν- αξίζει να την απολαμβάνει κανείς ξανά και ξανά, αφού τα live τους είναι κάθε φορά και πιο συμπαγή και διασκεδαστικά. Η δε φωνή της frontwoman Άννας Παπαθανασίου, μου ακούγεται όλο και καλύτερη, δένοντας υπέροχα με τον heavy, βαθύ, άγριο ήχο της μπάντας. Όπως έγραψα και στην περίπτωση των Godsleep που είδαμε πριν λίγες μέρες, τα γυναικεία φωνητικά -στο αυτί μου τουλάχιστον- μοιάζουν η απαραίτητη «ανάσα» που χρειάζεται ο stoner/heavy ήχος για να αναπνεύσει, του χαρίζουν δροσιά. Μέσα στο λιοπύρι ακούσαμε 5-6 «ξεδιψαστικά» κομμάτια. Πριν ανέβει στη σκηνή η μπάντα, σαν εισαγωγικό (κλασσικά πλέον) ακούγαμε το riff του Neon, το οποίο ήταν και το πρώτο κομμάτι που έπαιξαν και είναι το αγαπημένο μου από το Harmony of Spheres ( 2017). Ακολούθησε το επίσης εκρηκτικό Dune και το δαιμονιώδες Jovian Winds, που απλά δε γίνεται να μη σου προκαλέσει διάθεση να κοπανηθείς, ενώ φυσικά δεν έλειψε και το επίσης πολύ αγαπημένο, επικό, αργόσυρτο Infinity. (πάρτε μια ιδέα από την εμφάνιση τους εδώ)
Fu Manchu
Η μεγαλύτερη ώρα για αρκετούς, είχε φτάσει. Οι Fu Manchu επιτέλους ξανά στην Ελλάδα (17 χρόνια μετά, όπως μας θύμισαν και οι ίδιοι από σκηνής)! Στο σημείο αυτό (κάπου θα το έγραφα, ας το κάνω εδώ) να πω πως καταλαβαίνω ότι έχει να κάνει με το hype, τις εμπορικές συμφωνίες και όλα τα σχετικά, αλλά θα έπρεπε τα 35 χρόνια καριέρας των Fu Manchu να αποτελούν σημαντικότατο κριτήριο για τη σειρά εμφάνισης τους, η οποία νομίζω πως θα έπρεπε να είναι λίγο πιο μετά, και πριν το πρώτο όνομα. Αυτό, το αναφέρω με κάθε σεβασμό προς τους 1000mods, φυσικά!
Οι Καλιφορνέζοι (από τους) πατεράδες του stoner ήχου, ανέβηκαν στη σκηνή υπό τους ήχους της soft rock σύνθεσης Somebody’s Baby (κομμάτι του 1982 απ΄τον Αμερικανό τραγουδοποιό και ακτιβιστή Jackson Browne), μας καλησπέρισαν και μας ευχαρίστησαν (μέσω του αειθαλούς frontman Scott Hill) για την αγάπη που τους δείχνουμε όλα αυτά τα χρόνια, κάτι που δε σταμάτησαν να κάνουν καθ’ όλη τη διάρκεια του set. Ο κόσμος είχε ήδη σχεδόν γεμίσει τον κεντρικό χώρο από τον “Πύργο” μέχρι τη σκηνή και η ζέστη είχε αρχίσει ελαφρώς να υποχωρεί. Όμως το set ξεκίνησε και συνεχίστηκε με τόση ένταση, που ο ιδρώτας δε σταμάτησε να "τρέχει" λεπτό. Μας βομβάρδιζαν, με τα βαριά riffs να διαδέχονται το ένα το άλλο και τα κιθαριστικά, heavy, σολαρίσματα να πορώνουν τον κόσμο, οι αντιδράσεις του οποίου «επαναφόρτιζαν» τη μπάντα για το επόμενο δυνατό κομμάτι. Είναι εντυπωσιακό να βλέπεις το πόση ένταση βγάζει επί σκηνής μια τετράδα μουσικών που όπως και να το κάνεις, είναι μίας κάποιας ηλικίας. Και αυτός ο ντράμερ (Scott Reeder) "ω! θεοί των τυμπάνων!". Εκπληκτικός! Κάποια στιγμή πίνοντας την μπύρα του από εκεί στα…αψηλά, έκανε και “cheers!” με τον κόσμο, γνωρίζοντας την αποθέωση!
Το set, απ’ όσα συγκράτησα, περιλάμβανε πολύ γκάζι! Evil Εye, Mongouse, Hell on Wheels, Laserblast!, King of the Road, California Crossing (μας είπαν ότι το σημείο που βρισκόταν η σκηνή, με αυτούς να μπορούν να δουν τη θάλασσα, τους θύμισε τον τόπο τους), και δε νομίζω ότι έμεινε κανείς παραπονεμένος, αν κρίνω από τις αντιδράσεις τουλάχιστον.
1000mods
Μία από τις σπουδαιότερες ελληνικές μπάντες της εποχής μας ετοιμαζόταν να ανέβει στη σκηνή. Ήδη ο καταιδρωμένος κόσμος, έμοιαζε ανυπόμονος για τα riffs τους, και κάπου εκεί συνειδητοποίησα (και επιτόπου) αυτό που έγραψα νωρίτερα, ότι τα συγκροτήματα ταίριαξαν απίστευτα καλά την ημέρα αυτή του Release. Εν μέσω αποθέωσης από το πολυπληθέστατο κοινό (πρέπει να πλησίασε τις 8-9 χιλιάδες) οι 1000mods βγήκαν στη σκηνή και μια ακόμα φλογερή βραδιά θα ξεκινούσε. Κάπου στο δεύτερο ή τρίτο κομμάτι ο Dani ανέφερε (αφού μας ευχαρίστησε για την παρουσία μας) πως σήμερα δε θα ήθελαν να μιλήσουν πολύ, σε μία δύσκολη στιγμή για τη μουσική κοινότητα της πόλης, μεταφέροντας από σκηνής τη θλίψη για την απώλεια του μέλους των Mother of Millions, Μάκη Τσαμκόσογλου, μόλις λίγα 24ωρα πριν. Εκεί (ξανά)συνειδητοποίησα πόσο μεγάλη μπάντα είναι, αλλά και πόσο δύσκολη δουλειά είναι αυτή τελικά: Nα πρέπει να κοντρολάρεις τα συναισθήματα σου, και να αποδώσεις επί σκηνής, no matter what. Πόσο μάλλον όταν ελάχιστες μέρες πριν έχεις τινάξει στον αέρα το φοβερό φεστιβάλ Copenhell (με τους…πάντες να παίζουν εκεί και μάλιστα να ανεβαίνεις στη σκηνή που την επόμενη μέρα θα εμφανίζονταν οι Tool). Φοβερές εναλλαγές συναισθημάτων.
Τo set τους πάντως ήταν τρομερό, και όλα όσα έβγαιναν από τη σκηνή μας μαγνήτιζαν. Έχουν πλέον περάσει σε άλλα επίπεδα, με όλα (εκτός του καθαρά μουσικού κομματιού) να είναι απολύτως επαγγελματικά. Στήσιμο στη σκηνή, φωτισμός, ήχος, όλα υψηλού επιπέδου, με κορυφαία τα “ντοκυμαντερίστικου” τύπου videaκια που ήταν τόσο ενδιαφέροντα που συχνά καρφωνόμουν σε αυτά. Στο φοβερό Claws, για παράδειγμα, βλέπαμε να περνούν γρήγορες εικόνες από τη ζωή στη μεγαλούπολη και τη ρομποτοποίηση του ανθρώπου. Στο Road to Burn ο κόσμος πήρε φωτιά (και κυριολεκτικά, αφού άναψαν και τα σχετικά καπνογόνα), ενώ μας προειδοποίησαν να παίρνουμε τα φάρμακα μας λίγο πριν ξεσπάσει ο όλεθρος του Loose. Αν ακούσαμε Vidage; Σιγά μη δεν ακούγαμε! Επέστρεψαν κιόλας με ένα Super Van Vacation, έτσι για να έρθουμε στα ίσα μας. Εύγε! (δείτε το Road to Burn)
Alice in Chains
Αρκετή ώρα αναμονή για soundcheck όμως άξιζε τον κόπο αφού θα βλέπαμε τους γίγαντες του grunge, Alice in Chains, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μετά από 30 και πλέον χρόνια καριέρας. Μία μπάντα απωθημένο για πολλούς, επιτέλους θα πατούσε το πόδι της σε ελληνική σκηνή. Μάλιστα, η παραγωγή ήταν μπόλικη και βαρύτατη όπως άρμοζε στην περίσταση (φώτα και ιστορίες), εξ’oυ και η σχετική καθυστέρηση. Άλλωστε είναι και εμπορικός κανόνας: «Aν θες να εντείνεις την αδημονία, έ άργησε και λιγάκι, να τόσο δα…».
Εν τέλει, ένας από τους 3-4 μεγαλύτερους εκπροσώπους της σκηνής του Seattle, που ταρακούνησε τον πλανήτη πίσω στα 90’s, βρισκόταν μπροστά μας με καθυστέρηση δεκαετιών. Ομολογουμένως, τον grunge ήχο τον είχα ελαφρώς παραμελήσει τα τελευταία χρόνια, και το γεγονός ότι…εξέλειπε ο μακαρίτης ο Layne Staley από την μπάντα (“No Layne, No Chains”, που λένε και οι φανατικοί του), μου δημιουργούσε μια κάποια ανησυχία ως προς το τί θα δω. Κάθε αναστολή (για να μη μακρηγορώ) εξαφανίστηκε από τις πρώτες νότες του Bleed the Freak.
Για να είμαστε δίκαιοι, ο νέος τραγουδιστής William DuVall, έχει ένα βαρύ ρόλο. Πρέπει («έπρεπε», πιο σωστά αφού πλέον βρίσκεται στην μπάντα σχεδόν στα μισά χρόνια ύπαρξής της και έχει συμμετοχή στα 3 από τα 6 studio άλμπουμ) να αντικαταστήσει τον Layne, ο οποίος και πολύ σημαντικός ήταν, αλλά και λόγω του θανάτου του σε νεαρή ηλικία, δημιούργησε ένα μύθο (όπως συνήθως γίνεται). Επί χρόνια άλλωστε οι παλαιότεροι οπαδοί της μπάντας (πιστοί του Layne), κραυγάζουν περί αμαύρωσης της ιστορίας κλπ. Δε δηλώνω τόσο φανατικός οπαδός και έτσι δε θα πάρω θέση. Θα πω απλώς ότι ο DuVall είναι εξαιρετικά ταλαντούχος, κάνει καλά τη δουλειά του και σίγουρα τα κομμάτια της παλαιότερης εποχής αποδίδονται, αν μη τι άλλο, με σεβασμό. Σαφώς πάντως (από την άλλη), το όνομά του είναι "DuVall" και όχι "Staley", οπότε δικαιολογημένη η όποια αντίθετη άποψη.
Γεγονός πάντως είναι πως τα χαρακτηριστικά διπλά/εναρμονισμένα φωνητικά του τρισμέγιστου κιθαρίστα και συνιδρυτή Jerry Cantrell με το Staley, κύριο χαρακτηριστικό των AIC, αποδίδουν εξίσου καλά και τώρα, με τον DuVall. Το θέμα μας κυρίως βέβαια ήταν αν θα πήγαινε καλά στα παλαιότερα κομμάτια, της Staley εποχής (Bleed, Again, Them Bones, No Excuses , Grind, φυσικά Nutshell κλπ), και νομίζω πως πήγε. Επίσης να σημειώσω πως καλά τα videakια στο youtube, αλλά τους Chains πρώτη φορά τους έβλεπα ζωντανά, έτσι, ξεκάθαρο μέτρο σύγκρισης δεν μπορώ να έχω.
Ο ήχος ήταν πολύ καλός όσο βρέθηκα μπροστά. Από τη μέση του live και μετά που άρχισα να οπισθοχωρώ, μου φάνηκε σα να ήταν ελαφρώς πιο χαμηλός απ΄ ότι θα ήθελα, και το αναφέρω γιατί μου φάνηκε ότι το πρόβλημα ήταν κυρίως στα φωνητικά που είναι το Α και το Ω της μπάντας. Επίσης, ενώ σε γενικές γραμμές ο βαθμός ικανοποίησης από το live τους ήταν υψηλός (συντελεί σε αυτό και η συγκίνηση του να βλέπεις μια μπάντα που σου θυμίζει τον εαυτό σου 20 χρόνια πριν), μια μικρή βαρεμάρα την αισθάνθηκα (νομίζω πως την ένιωσα και από το κοινό που φυσικά ήταν φεστιβαλικό, άρα πολλοί είχαν έρθει ενδεχομένως για άλλες μπάντες περισσότερο) σε κάποια από τα -λίγα ειν’ η αλήθεια- νεότερα κομμάτια της μπάντας (Rainier Fog, Never Fade, χμ, ίσως και στο Hollow).
Όσο και αν πέρασα καταπληκτικά στο θεό Iggy, νομίζω πως από τις μέρες που παραβρεθήκαμε στο Release (Iggy, Clutch, AIC), αυτή ήταν η καλύτερη, στο καθαρά μουσικό κομμάτι. Πέρα από το προσωπικό γούστο του καθενός φυσικά, παίζει ρόλο και η συχνότητα που βλέπεις μια μπάντα. Τόσο οι Fu Μanchu όσο και οι AIC είναι περιπτώσεις… ακριβοθώρητες και αυτό αποτέλεσε έναν επιπλέον λόγο που ο κόσμος το χάρηκε τόσο πολύ.
https://mail.slidingbackwards.com/synayliakes-istories/item/581-alice-in-chains-1000mods-fu-manchu-puta-volcano-monovine-live-release-festival-24-6-2019#sigProId7de50a780a
Photos / videos: v_era