Θα το πω και ελπίζω να μην…παρεξηγηθούν οι υπερβολικά φανατικοί φίλοι των Verve, αυτοί που τους ήξεραν από τις πολύ αρχές της ύπαρξής τους: Το Urban Hymns είναι Ο ορισμός του “breakthrough” δίσκου. Υπήρξαν προσπάθειες χρόνων, βγήκαν δύο καλοί δίσκοι, χωρίς όμως να επιτύχουν σπουδαία πράγματα (αν και το Α Northern Soul του 1995 βέβαια είχε καταφέρει να γλιστρήσει μέσα στο UK Top20). Ξαφνικά, ένα κομμάτι, και στη συνέχεια ολόκληρος ο εν λόγω δίσκος που το περιέχει, τους έκαναν No1 για χρόνια μετατρέποντας τους σε ισότιμους (εμπορικά) καλλιτέχνες με Blur και Oasis, αυτούς δηλαδή που μεσουρανούσαν εκείνη την εποχή. Ο ορισμός της επιτυχίας.
Για τι μεγέθους επιτυχία μιλάμε; Ενδεικτικά θα πω πως ένα μόνο video στο youtube του Bittersweet Symphony έχει 394 εκατομμύρια views. Απλά για μία σχετική σύγκριση να αναφέρω ότι το Song2 των Blur έχει 87 εκατομμύρια, το Wonderwall των Oasis 177 εκατομμύρια και το Common People των Pulp, 21 εκατομμύρια! Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι πέρασαν κατά πολύ τα όρια του mainstream. Βέβαια όλο αυτό ήρθε με αρκετό κόστος, γιατί ενεπλάκησαν σε διάφορες δικαστικές διαμάχες καθ’ότι το συγκεκριμένο κομμάτι περιείχε περισσότερα δευτερόλεπτα “ξεπατικώματος” απ’όσα έγραφε η συμφωνία με αυτόν που είχε τα δικαιώματα της αρχικής σύνθεσης (μαζί με κάποιες άλλες λεπτομέρειες που είχαν να κάνουν με νομικά τερτίπια που προφανώς γνώριζε το επιτελείο των Rolling Stones και δεν κατείχε αυτό των Verve). Για την ιστορία, η δίκη έγινε με αντίδικους αυτούς και τους Rolling Stones για το τραγούδι τους με τίτλο The Last Time. Αυτό που διασκεύασαν εξαιρετικά οι Verve, ήταν όντως το The Last Time (εδώ), αλλά η μελωδία του παιγμένη από τους Andrew Oldham Orchestra. Ήταν, δε, μπλέξιμο αρκετό η όλη ιστορία καθότι πέρα από το sample, ο Richard Aschroft έγραψε δικούς του στίχους, δημιουργώντας προφανώς ένα τελείως καινούριο κομμάτι. Όμως, απλά ακούστε τα (εδώ και εδώ) και ας μη σας μπερδεύω άλλο με αυτά.
Μιλάμε λοιπόν για ένα μυθικό άλμπουμ, ένα από τα λαμπερότερα διαμάντια που μας άφησε η δεκαετία του ‘90, γεμάτο κομματάρες που καθιέρωσαν την μπάντα. Υποθέτω ότι οι περισσότεροι που το αγοράσαμε όταν πρωτοβγήκε, ήδη έχουμε ψαχτεί για επαναγορά γιατί έχει λιώσει στο cd player (ναι βγήκε την περίοδο που η αγορά βινυλίου είχε πέσει στα τάρταρα, ευτυχώς αυτός ο εφιάλτης τελείωσε). Το Bittersweet έφτασε αισίως μέχρι το Νο2 της Αγγλίας, όμως ο ντόρος και η σκόνη που σήκωσε, βοήθησαν το δεύτερο single (The Drugs Don’t Work) να στρογγυλοκάτσει στο Νο1, σπρώχνοντας και όλο το άλμπουμ να φτάσει στην κορυφή. Αυτό -το δεύτερο single-έφερε τον ήχο των Verve στα αυτιά του αμερικανικού ακροατήριου. Έφτασε στο Νο12 του Billboard και ώθησε το άλμπουμ στο να μπει στην 25αδα. Κατορθώματα σημαντικά!
Και όλα αυτά, ενώ λίγο καιρό πριν, η μπάντα το είχε διαλύσει, όπως συνήθως συμβαίνει όταν μπλέκουν δυο ισχυρές προσωπικότητες όπως ο Aschroft και ο κιθαρίστας Nick Mc Cabe. Ένα διάλειμμα τελικά, που ευτυχώς αποδείχθηκε πολύ σύντομο.
Επιστρέφοντας στα κομμάτια του δίσκου, δε γίνεται να μη γίνει μνεία και στα Sonnet και Lucky Man (μεταξύ μας και αυτό ένα ξεπατικωματάκι της μελωδίας από το Knocking On Heavens Door του Dylan το έχει ρίξει, αλλά μη το πείτε παραέξω, ακούστε τα όμως και εσείς ξανά εδώ και εδώ). Τα 4 αυτά singles, αποτέλεσαν μια δυνατή ραχοκοκαλιά από πανέμορφα κομμάτια, με πολύ συναισθηματικούς και προσωπικούς στίχους του Richard, που ταυτόχρονα είχαν και το στοιχείο της ικανότητας να διεισδύουν σε ευρύτερο κοινό.
Κατά δήλωση του ιδίου, μέρος της επιτυχίας του άλμπουμ ήταν ότι δεν μπήκαν σε αυτό μόνο τραγούδια δικά του, τα οποία είχαν πάνω κάτω το ίδιο ύφος. “Είχα ήδη έτοιμα αρκετά από τα κομμάτια του Song For The Lovers, αλλά θέλαμε στο Urban Hymns περισσότερα που να ταιριάζουν στο ύφος μιας μπάντα, και όχι μιας solo δουλειάς, που είναι περισσότερο προσωπική κατάθεση”. Έτσι, βρήκαν το δρόμο τους σε αυτό, συνθέσεις όπως το StoneRosικής fuzzy ατμόσφαιρας The Rolling People, το afro/funky Catching The Butterfly ή το space κερασάκι Come On!, όλα γραμμένα από τη μπάντα συνολικά. Ήταν συνθέσεις που έδιναν τον απαραίτητο δυναμισμό, το σπρώξιμο και την ποικιλία που χρειαζόταν για να μη κινδυνεύσει να χαρακτηριστεί επίπεδο και μονότονο.
Λίγο καιρό μετά, η μπάντα διαλύθηκε για μια ακόμη φορά και 8 χρόνια μετά ξαναβρέθηκε για το Forth, τον τέταρτο δίσκο τους. Ένα καλό άλμπουμ το οποίο βεβαίως αντιμετωπίστηκε ως «διάδοχος του Urban Hymns” και “reunion album”. Όπως γίνεται συνήθως σε αυτές της περιπτώσεις (που δεν ακούς το άλμπουμ για αυτό που είναι αλλά αντιθέτως του κολλάς διάφορες ταμπέλες), δεν εισέπραξε σπουδαίες κριτικές, παρότι στην Αγγλία πήγε εύκολα στο Νο1. Δεν ξέρω αν η τελική μη επιτυχία αυτού έπαιξε ρόλο στη μετέπειτα πορεία του γκρουπ, αλλά σύντομα υπήρξε εκ νέου διάλυση. Βέβαια η λέξη αυτή με τους Verve δεν έχει και σοβαρή ισχύ, εύκολα μπορεί να σε “προδώσει”, και να είναι πάλι μαζί. Ashcroft και Mc Cabe δε πολυμιλάνε πλέον πάντως. Ο πρώτος συνεχίζει solo καριέρα, αυτή με τα σκαμπανεβάσματα (πρόσφατα τον είδαμε και στην Αθήνα), ο δε Mc Cabe μαζί με τον μπασίστα/keyboardιστα της μπάντας Simon Jones έχουν φτιάξει άλλο σχήμα ονόματι Black Submarine εδώ και μια δεκαετία, και κανείς δε δείχνει ιδιαίτερη διάθεση για “επανέναρξη εργασιών” στους Verve. Όπως και να έχει, η παρακαταθήκη του Urban Hymns είναι σπουδαία και θα αποτελεί για πάντα ένα υπέρλαμπρο διαμάντι τόσο για τις καριέρες τους όσο και για τη δισκοθήκη μας.
Υ.Γ: Το 2017 υπήρξε μια πολύ καλή επανέκδοση του άλμπουμ, επ’ευκαιρία της συμπλήρωσης 20 χρόνων από την κυκλοφορία του.
Y.Γ.2: 24/5/2019. O Richard Aschcroft ανακοίνωσε σήμερα οτι Keath Richards και Mick Jagger υπέγραψαν οριστικά την πλήρη παραχώρηση των δικαιωμάτων του Bitter Sweet Symphony, μην παραλείποντας να τους ευχαριστήσει και να προσθέσει πως έτσι κι αλλιώς οι Rolling Stones ήταν πάντα το μεγαλύτερο rock'n'roll group του πλανήτη και πως ποτέ δεν υπήρξε κάτι προσωπικό απέναντί τους.
Φωτογραφίες: v_era