Όπως και να το δεις, είναι δύσκολο να γράφεις για ένα συγκρότημα του οποίου είσαι οπαδός, καθότι είσαι υποχρεωμένος να αποφεύγεις τις ακρότητες και τις υπερβολές, κάτι που μάλλον δε θα καταφέρω. Θα προσπαθήσω πάντως μια σύντομη περιγραφή του άλμπουμ που καθιέρωσε τους Underworld σαν μια από τις μεγαλύτερες μπάντες της electronica-dance σκηνής.
Όλα ξεκίνησαν το 1987 από 2 συμφοιτητές στο Cardiff, τoυς Karl Hyde και Rick Smith και τη δημιουργία μιας synth-pop μπάντας. Στην πορεία, με την - σχεδόν-άμεση προσθήκη του DJ Darren Emerson (1990), αυτή εξελίχθηκε σε techno-electro ιδίωμα και κατέληξε –με τη χρήση και φωνητικών- στο techno/rock που αργότερα επίσημα καθιερώθηκε με την ονομασία electronica.
Οι Underworld έγιναν ευρέως γνωστοί από τον ύμνο Βorn Slippy.nuxx (mix και b-side του αρχικού single Born slippy) μέσα από το soundtrack της ταινίας-σταθμού για τα 90s Trainspotting του D.Boyle. Ταινία και τραγούδι αποτέλεσαν το 1996 σημείο αναφοράς για τη νεολαία και άνοιξαν το δρόμο για την καθολική αναγνώριση του συγκροτήματος, που μέχρι τότε είχε προλάβει να κυκλοφορήσει 3 άλμπουμ, τα οποία ναι μεν τους είχαν κάνει γνωστούς, αλλά σε ένα πολύ underground dance κοινό και μόνο. Το συγκρότημα – σοφά ποιώντας - ταυτόχρονα με την πρώτη προβολή της ταινίας, κυκλοφόρησε το τέταρτο άλμπουμ του (Second Toughest in the Infants,1996) το οποίο καρπώθηκε όλη τη δόξα που το Bornslippy.nuxx κέρδισε, χωρίς βεβαίως το κομμάτι να περιλαμβάνεται σε αυτό.
Έτσι φτάσαμε στο 1999 και τo Beaucoup Fish το άλμπουμ που κατά την προσωπική μου άποψη - μαζί με το Surrender των Chemical Brothers - έριξε για πάντα τα τείχη μεταξύ rock και dance κουλτούρας. Αυτός είναι στην ουσία και ο λόγος που ,κατ’εμε, είναι ανώτερο από το προηγούμενο πόνημα τους. Όσον αφορά την ποιότητα και την δημιουργικότητα, τα θεωρώ πάντως αντίστοιχα. ‘Ο,τι ξεκίνησαν όμως εκεί, το πέτυχαν εδώ ολοκληρωτικά: Nα διώξουν κάθε “rock” προκατάληψη, να εξαφανίσουν κάθε στεγανό και να κάνουν ξανά την (rock) νεολαία να χορεύει. Ακούγοντας κάτι που ίσως αρχικά “έφερνε” σε στεγνό techno ήχο, στην ουσία ήταν κάτι απόλυτα καινούριο - καινοτόμο και ΝΑΙ, απέπνεε ταυτόχρονα απόλυτη rock δυναμική. Παράλληλα όμως και η καθαρά dance κοινότητα βρήκε κάποια παραπάνω ουσία σε αυτό που ..“χόρευε”, γιατί οι στίχοι των Underworld ίσως να μην διεκδίκησαν ποτέ βραβείο λογοτεχνίας , όμως είχαν την ικανότητα να κολλάνε στο αυτί, με διαρκή επανάληψη λέξεων και μικρών catchy φράσεων.
Σε κάθε νότα του δίσκου γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η μπάντα αυτή αρνείται να μπει σε οποιοδήποτε μουσικό καλούπι. Γίνεται ένα ανακάτεμα, με μοναδική μαεστρία, από techno ήχους, breakbeat ξεσπάσματα και γνήσιο house. Σε στιγμές τα synths παράγουν δαιμονιώδεις ρυθμούς. Εκεί λοιπόν που σε φτάνουν στα όρια σου, αποφασίζουν να σε κατακλείσουν με trip hop ατμόσφαιρες, ακουστικά επικά περάσματα και μια γενικότερη downtempo διάθεση, δοσμένα όλα με το δικό τους μοναδικό δυναμισμό.
Τracks που θα ξεχώριζα; Το επικό Cups με την electro-jazz χροιά του, ως εναρκτήριο κομμάτι αμέσως μαγνητίζει. Τα Push Upstairs (με το απίθανο επαναλαμβανόμενο sample να οδηγεί τον ακροατή σε όλο το ταξίδι του κομματιού), King of Snake και Jumbo σε στέλνουν κατευθείαν για χορό, θυμίζοντας πολύ την ελεγεία που λέγεται Bornslippy.nuxx.
Ακούστε εδώ
Τo Moaner συνδυάζει το δυναμισμό των προηγούμενων, με αρκετά “αγριεμένα” φωνητικά και ένα ολόγλυκο μπάσο να κάνει την αντίθεση. Την ίδια στιγμή, ακουμπούν το drum and bass με το Kittens, σίγουρα από τα αγαπημένα κομμάτια. Αλλά και στις πιο χαλαρές στιγμές του δίσκου, το Winjer ή το Push Downstairs σε... πείθουν ότι πρέπει πάντα να ονειρεύεσαι. Να ονειρεύεσαι χορεύοντας.
Σήμερα, αρκετά χρόνια μετά την κυκλοφορία του Beaucoup Fish συνειδητοποιώ πως αν δεν υπήρχε αυτός ο δίσκος, αυτό το συγκρότημα –και ένα δυο αλλά - δύσκολα θα μπορούσα να εισπράττω την ίδια απίστευτη ικανοποίηση τόσο ακούγοντας τους Kraftwerk, τους Tangerine Dream και τους Can όσο και τους Led Zeppelin ή τους Black Sabbath. Η διεύρυνση των μουσικών οριζόντων πιστεύω πως για πολύ κόσμο -τουλάχιστον της 90s γενιάς- οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους Underworld και τα διαμάντια τους, ένα εκ των οποίων είναι και ο εν λόγω δίσκος…
Υ.Γ. Τα καλά νέα είναι ότι οι Underworld έφτιαξαν κι άλλους καταπληκτικούς δίσκους (παρά τη φυγή του Darren Emerson to 2001), και δεν ακούστηκαν ποτέ βαρετοί ή ξεπερασμένοι. Τα κακά νέα είναι ότι, σύμφωνα με δήλωση του ίδιου του Hyde (“Λατρεύω την Ελλάδα, αλλά πλέον αν ξανάρθουμε εδώ, θα είναι μόνο για διακοπές”), προϊόν ενός τούβλου που κατέληξε στο κεφάλι του Smith κατά την …προσπάθεια πραγματοποίησης συναυλίας που τελικά δεν έγινε ποτέ στη φιλόξενη Ελλάδα του 2007, στα μέρη μας δύσκολα θα μπορέσουμε να τους δούμε. Κρίμα…
Φωτογραφία: v_era
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο stereoworld.gr και κατόπιν στο soundgaze.gr