Το Moon Safari των Air είναι ένας από τους σημαντικότερους δίσκους των 90’s. Γράφοντας αυτό, συνειδητοποίησα ότι μου είναι δύσκολο να εξωτερικεύσω σκέψεις γι’ αυτόν, αν δε μεταφερθώ πίσω στο 1998 για να συναντήσω τον τότε εαυτό μου. Να θυμηθώ και να προσπαθήσω να αντιληφθώ τους λόγους που με έκαναν, εμένα και μια ολόκληρη γενιά -αλλά και ακροατές με διαφορετικά γούστα- να κολλήσει με τους δύο Γάλλους. Αυτοί, έφεραν ήχους διαφορετικούς, πρωτοποριακούς και μουσικές που έδιναν την αίσθηση του φρέσκου, όμως στο βάθος όλο και κάτι θύμιζαν. Προφανώς οι γερές ρίζες και οι αναφορές, έπαιξαν το ρόλο τους στην επιτυχία του συγκεκριμένου, πρώτου, δίσκου τους αλλά και στη μετέπειτα πορεία της μπάντας.
Πάμε λίγο πίσω λοιπόν. Η δεκαετία του ’90 υπήρξε μια αρκετά φασαριόζικη περίοδος στην ιστορία της μουσικής. Ειδικά από το 1995 και μετά είχαμε την κυριαρχία του grunge από την rock πλευρά του νομίσματος, και του big beat από την αντίστοιχη dance. Φυσικά, καθ’όλη τη διάρκεια της, η techno ταρακουνούσε τα clubs και το metal με όλα τα παρακλάδια που ξεπετάγονταν σαν κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, γέμιζε τα live venues και τα μουσικά festivals. Ξαφνικά, πάνω στο χαμό, ο Jean-Benoît Dunckel και ο Nicolas Godin είχαν το θάρρος να μας προτείνουν κάτι θρασύτατα διαφορετικό. Pop ύφος, ηλεκτρονικές μελωδίες με αρκετή δόση «ηλεκτρισμού», όλα όμως σερβιρισμένα σχετικά… χαμηλότονα, ήπια. Κάτι αλλιώτικο αλλά ολοκληρωτικά όμορφο!
Το κλειδί της επιτυχίας ήταν ότι -όπως προαναφέρθηκε- στο βάθος, η μουσική τους έκρυβε γνωστά και οικεία, περασμένα στο dna μας, πράγματα. Οικεία, γιατί μπορεί η γαλλική pop να μην είχε (κάτι που ισχύει ακόμα μάλλον) τη διείσδυση και επίδραση στο ελληνικό κοινό όσο η βρετανική και αμερικάνικη μουσική, όμως τις μελωδίες του Gainsbourg, τη φωνή του Aznavour, τα soundtracks του Γαλλικού κινηματογράφου, την κυρίαρχη γαλλική jazz, όλο και κάπου την είχε πάρει το αυτί μας. Αυτά, αφορούν στο ελληνικό κοινό, μάλλον όμως ίσχυαν γενικά. Τούτα ήταν τα στοιχεία πάνω στα οποία στηρίχτηκαν εν πολλοίς οι Air, (πασπάλισμα από synths, kitsch και δανεισμό στοιχείων από την τότε dance κουλτούρα), στην κυκλοφορία που θα άλλαζε τη ζωή τους.
Το πιο επιτυχημένο κομμάτι που προέκυψε από το δίσκο, το Sexy Boy φυσικά, ήταν αυτό που θεμελίωσε ένα νέο είδος, που δεν μπορούσα να του βρω όνομα, να το προσδιορίσω κάπως, μέχρι που κάπου διάβασα τον όρο space pop. To πιο κοντινό σε αυτό που είχα έως τότε ακούσει ήταν οι Stereolab, που μέχρι το 1998 είχαν προλάβει ήδη να μας παρουσιάσουν 5 άλμπουμς. Σε αυτά, υπήρξαν μπόλικοι σχετικά συγκρίσιμοι ήχοι. Για το Sexy Boy θα μπορούσε να γραφτεί μέχρι και ξεχωριστό κείμενο, αλλά ας μείνουμε στο ότι αποτέλεσε μία από τις πλέον χαρακτηριστικές μελωδίες της δεκαετίας. Αυτές που, όπου και σε όποια φάση και αν βρίσκεσαι, σε “γραπώνει”, σε συγκινεί και σε ταξιδεύει!
Το Kelly Watch The Stars, το επόμενο single του άλμπουμ, συνέχισε την ιστορία, ακριβώς από εκεί που την άφησε το Sexy Boy. Το μουσικό τους μοτίβο είναι άλλωστε απολύτως ταιριαστό. Spacy, synthy, dancy, όλα στις σωστές δόσεις. Επαναλαμβανόμενος στίχος στο Sexy Boy, με ελάχιστες… παρεμβολές γαλλιστί. Καθολικά επαναλαμβανόμενος στίχος στο Kelly. Δύο super hits! Ο τίτλος δε του κομματιού, προέκυψε γιατί ο Nicolas Godin, όταν ήταν μικρός και συζητούσε με τους συμμαθητές του για το ποια είναι η ομορφότερη γυναίκα του κόσμου, απαντούσε: "H Kelly από τη σειρά Charlie’s Angels".
Το All I Need, το τρίτο single, είναι ένα κομμάτι απόλυτα συνδεδεμένο με το video clip του (όπως συνέβαινε άλλωστε μέχρι -ίσως- και τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, όπου ταύτιζες απόλυτα τραγούδι με videoclip). Αυτό, ακολουθούσε ένα ερωτευμένο ζευγάρι σε διάφορες στιγμές του και έδενε απόλυτα με την καλοκαιρινή, ξέγνοιαστη αλλά και ελαφρώς μελαγχολική ατμόσφαιρα που έπλαθε η μουσική και η εξαίσια, εκφραστικότατη φωνή της τραγουδίστριας Beth Hirsch. Η οποία Beth, έντυσε με τα φωνητικά της ακόμα ένα διαμάντι του άλμπουμ, το αντίστοιχα ρομαντικής διάθεσης, You Make It Easy.
Τo Talisman, είναι σίγουρα ένα από τα ομορφότερα electro-instrumental κομμάτια ever, με δύο ηλεκτρικά πιάνα να αναμιγνύονται, να ανταγωνίζονται ποιο θα βγάλει τον πιο μεθυστικό ήχο και τελικά να συνθέτουν ένα μαγικό, διαστημικό ταξίδι. Τέλος, δε γίνεται να μην πούμε κάτι και για το εναρκτήριο: La Femme d’Argent. Αν κάποιος πίστευε ποτέ ότι η electronica είναι ένα “παγωμένο” ή έστω κάπως ψυχρό μουσικό είδος, μετά το άκουσμα αυτού του κομματιού πιθανότατα θα άλλαζε άποψη για πάντα. Χαλαρό beat, στιβαρή και γεμάτη μπασογραμμή, ντέφι, εκκλησιαστικό όργανο, μέχρι και χειροκρότημα επιστρατεύτηκε για να προκύψει ένα από τα πιο ζεστά κομμάτια των Air.
Πήγαμε πίσω στους εαυτούς μας του τότε, ας δούμε όμως τι συνέβαινε και στην ίδια την μπάντα. Η επικρατούσα μουσική κατάσταση στο Παρίσι την εποχή που προέκυψε το άλμπουμ, είχε ως κύριο χαρακτηριστικό τη στροφή προς την ηλεκτρονική μουσική, με clubάκια αντίστοιχου ύφους να ανοίγουν παντού! Η brit pop είχε αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα (σε παγκόσμιο επίπεδο, άρα και στη Γαλλία), και έτσι ο κόσμος χρειαζόταν κάτι διαφορετικό, που η γαλλική σκηνή ήταν έτοιμη να δώσει. Άλλωστε, οι Γάλλοι δεν το “είχαν” ποτέ με την rock μουσική ιδιαιτέρα. Πάντα υπήρχε μία έφεση προς πιο χαλαρά, jazzέ και ηλεκτρονικά ηχοτόπια. Την easy-listening ατμόσφαιρα της εποχής (από την οποία οι Air άντλησαν έμπνευση), ήδη οι Daft Punk είχαν αρχίσει να την αλλάζουν, βάζοντας “γκάζι” στον ήχο τους.
Σε προσωπικό επίπεδο, οι δύο των Air, τα έβγαζαν οριακά πέρα οικονομικά. Πιθανή αποτυχία θα ήταν καταστροφή. Ο Jean Dunckel, που είχε μόλις γίνει πατέρας, είχε σπουδάσει αντικείμενο σχετικό με αστροφυσική, και “έβλεπα αστέρια παντού γύρω μου! Αστέρια και πλανήτες, και με είχε συνεπάρει η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν”, κατά δήλωσή του. Όλες αυτές τις εμπειρίες και γνώσεις, τις έριξε μέσα στη μουσική του, γράφοντας το New Star In The Sky (Chanson pour Solal). Ένα κομμάτι αφιερωμένο στο νεογέννητο παιδί του, κάτι που γίνεται εύκολα αντιληπτό άλλωστε: “My baby blue is a new star, In the sky / The world, the world, the world, the world /Just for you, for nobody else”. Παράλληλα, διάβαζε Ray Bradbury, το The Martian Chronicles, όπου οι ήρωες πάνε σε ένα σαφάρι στο παρελθόν για να δουν δεινοσαύρους. Να’τος ο τίτλος: Moon Safari it was!
Η αξία ενός μουσικού έργου δεν εξαρτάται από την πολυπλοκότητα του, αλλά από την ποιότητα του περιεχομένου και την ικανότητα να προσφέρει όμορφες στιγμές στον ακροατή, χωρίς να καταφεύγει σε εύκολες λύσεις και εύπεπτα μοτίβα. Το υπερηχητικό Moon Safari στηρίχτηκε εν πολλοίς στην απλότητα και την χαλαρότητα που προσφέρουν οι μελωδίες και η γαλήνια ροή του, ακόμα και στα πιο “ηλεκτρικά” σημεία του. 21 χρόνια μετά, εξακολουθεί να είναι μια top επιλογή για κάθε δισκοθήκη. Σε μια ηλιόλουστη ή μουντή μέρα ή σε αντίστοιχα καλή ή κακή ψυχολογική διάθεση, η επίδραση του άλμπουμ είναι η ίδια: Σε παίρνει, σε ανυψώνει, αργά και ήπια! Σε βάζει σε τροχιά πάνω από τον εαυτό σου, τη ζωή και τα προβλήματα. Σου αλλάζει την οπτική απέναντι στα δεδομένα γύρω σου, ότι ακριβώς πρέπει να κάνει η καλή μουσική.
Φωτογραφίες: v_era