Mε τους Celuta Red έχουμε διαπράξει μια αδικία στο Sliding Backwards. Ενώ είναι από τις αγαπημένες μας ελληνικές μπάντες, οι αναφορές μας σε αυτούς ήταν ελάχιστες, όπως ας πούμε η περιγραφή ενός live τους πριν 2 χρόνια, μια Τσικνοπέμπτη στο Τiki. Αυτή η αδικία θα αποκατασταθεί σήμερα, εδώ, αναλύοντας το λόγο που ο τρίτος τους δίσκος μπήκε στα καλύτερά μας της περασμένης χρονιάς.
Η μπάντα είναι εκεί έξω παλεύοντας στο στίβο της ελληνικής μη έντεχνης/λαϊκής και μη ελληνόφωνης μουσικής σκηνής από το 2007. Το παλεύοντας δε μπαίνει απαραίτητα σε εισαγωγικά, γιατί πόσο πιο ρεαλιστική εικόνα από αυτή της πάλης, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς για τα συγκροτήματα αυτού τους είδους, που ξέρουν ότι όσες ώρες και να περάσουν σε studio, σε πρόβες, σε βελτίωση, όσο καλύτερους δίσκους και να γράψουν, αποκλείεται ποτέ να ζήσουν από αυτό. Πόσο γοητευτικό είναι παράλληλα όμως αυτό, ε;
Ήδη από τα δύο πρώτα άλμπουμ τους (Celuta Red, 2011 και Αmoeba, 2015) είχα διακρίνει ό,τι ακριβώς συνάντησα και στο φετινό Idle Frenzy. Μόνο που πλέον είναι τόσο φανερά κάποια πράγματα που αν δεν έγραφα επιτέλους για αυτά, θα έρχονταν μόνα τους και θα με κοπανούσαν στον ύπνο με ένα σφυρί, μέχρι να “ξυπνήσω” επιτέλους.
Αυτό που βασικά μου αρέσει στους CR, είναι κάτι που δε το συναντάς συχνά σε ελληνική μπάντα αλλά ίσως και γενικότερα. Μου αρέσει ότι είναι “τόσο, όσο”, στις αναλογίες μουσικού ύφους που επιλέγουν στις συνθέσεις τους. Όσο πρέπει heavy, όσο χρειάζεται post, όσο ταιριάζει pop, όσο πρέπει κιθαριστικοί. Είναι τόσο τρομακτικά (με ακρίβεια…χημικού σε εργαστηρίου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε συναντάς φρεσκάδα, αυθορμητισμό και… χαοτικά τζαμαρίσματα) τέλειες οι αναλογίες, που υπάρχουν στιγμές που δεν πιστεύω αυτό που ακούω. Για παράδειγμα το καταπληκτικό, ήπιο, αλα-deus γύρισμα που κάνουν στο Color of Puberty, που το διαδέχεται ένα κιθαριστικό ξέσπασμα, είναι ενδεικτικό.
Για να μη ξεχαστείς όμως, ακολουθεί το indie/post A Trip Without End, για να σου θυμίσει ότι ακούς μια μπάντα που μπορεί να μεταβάλλεται και να ελίσσεται από είδος σε είδος με χαρακτηριστική άνεση. Το αγαπημένο μου κομμάτι του δίσκου είναι (μετά από σκέψη πάντως…) το The Patch. Ένας καταπληκτικός indie ύμνος, με διάρκεια post rock κομματιού και γυρίσματα progressive rock σύνθεσης. Αδιανόητα ωραίο.
Με ανοιχτό το στόμα έμεινα και με το εξωγήινα ωραίο Locomotiva. Εξαιρετική κιθαριστική δουλειά από τον Γιάννη Μαμάτσια, άψογο το μπάσο της Ευτυχίας Σάλτα, τρομεροί ρυθμοί στα τύμπανα από τον Ashley Hallinan, η δε φωνή της Ευτυχίας μοιάζει να έρχεται από τον παράδεισο. Σίγουρα και αυτό διεκδικεί θέση στις καλύτερες συνθέσεις τους.
Το Outro Verse ας πούμε, που κλείνει το δίσκο, μου έφερε δάκρυα στα μάτια, χωρίς να έχει καν μια λέξη για στίχο. Είμαι σε μια βάρκα σε μια λίμνη, αρχίζει να βρέχει, κοιτάω πίσω μου και δε βλέπω πια στεριά. Μπροστά μου, κάτι απροσδιόριστο. Ένας γερασμένος άνθρωπος διακρίνεται στο βάθος. Το μέλλον. Κοιτάω πίσω. Δεν έφυγα ποτέ από τη στεριά. Η εικόνα που έφτιαξε το μυαλό μου με το Outro Verse. Ξαναπατάω Play.
Μπράβο στα παιδιά για τις φοβερές δουλείες που μας έχουν προσφέρει, με αποκορύφωμα το Idle Frenzy. H δε παραγωγή του Ottomo που σίγουρα αποτελεί μια εγγύηση, βοήθησε τις συνθέσεις να ξεδιπλωθούν ολοσωστά.
Όπως μας είπαν και αυτοί λοιπόν,… “Keep on!!”.
*2 τραγούδια που θα ομορφύνουν τη ζωή σας: Locomotiva, The Patch.
8/10
Φωτογραφίες: v_era