1.To έχω ξαναγράψει και φυσικά θα το λέω συνέχεια πως δεν γίνεται να τα ξέρουμε όλοι όλα, αλλιώς θα το λήγαμε και θα την πέφταμε για ύπνο. Έτσι και εγώ ξεκίνησα για το live δύο συγκροτημάτων σχετικά αγνώστων σε εμένα. Αυτό βέβαια, ειδικά μια καθημερινή, μετά από δουλειά και με την άλλη μέρα πάαααλι δουλειά, προσωπικά το βλέπω σαν επιπρόσθετο κίνητρο: Το να δω για πρώτη φορά ένα σχήμα (δύο εν προκειμένω) και να αυξήσω τις μουσικές μου γνώσεις. Marc Ribot's Ceramic Dog και Costas Baltazanis Xperiment Τrio λοιπόν και μια ματιά να ρίξεις στο βιογραφικό του καθενός, τρέχεις να τους δεις…
Κλασσικά φτάσαμε πολύ νωρίς με ελάχιστο κόσμο να περιμένει να μπει στο Gazarte. Σύντομα κάθε ανησυχία περί μικρής προσέλευσης διαλύθηκε και το Αθηναϊκό κοινό (το οποίο συχνά κράζω για την απουσία του) ανταποκρίθηκε απόλυτα.
Έτσι λοιπόν, ο συνθέτης και κιθαρίστας Costas Baltazanis με το σχήμα του, είχε την ευκαιρία να επιτελέσει το ρόλο του opening act μπροστά σε πολύ κόσμο. Κόσμο που ηλικιακά ήταν κοντά στα πρώτα -ήντα και που, στα μάτια μου τουλάχιστον, κινούταν μεταξύ εναλλακτικού rock και ευρύτερου jazz ήχου. Αλλά τι τις θες τις ταμπέλες;
Η μπάντα αποτελούταν από τον ίδιο στην κιθάρα ενώ μαζί του jamαραν, στην ουσία, ο πολύ δυνατός ντράμερ Δημήτρης Κλωνής και ο επίσης αξιόλογος Κωστής Χριστοδούλου στα πλήκτρα.
Το κιθαριστικό παίξιμο του Baltazani ήταν εξαιρετικό, σε ταξίδευε σε πολλά είδη, εποχές και μουσικές κουλτούρες και εκεί που το μυαλό σου βρισκόταν σε περιβάλλον Jimmy Hendrix, ξαφνικά ένα κύμα (σαφώς υποβοηθούμενο από τους άλλους δύο της παρέας) σε πέταγε με δύναμη σε βράχο εναλλακτικής, πειραματικής jazz και minimal ηλεκτρονικής μουσικής (στο μυαλό μου ήρθαν οι Icebreaker International, μη με ρωτάτε γιατί…), και με ένα γύρισμα ξαφνικά άκουγες blues riffs με acid jazz ρυθμούς και trip hop δαντελένιες ατμόσφαιρες. Ιδανικότατο ζέσταμα για αυτό που θα ακολουθούσε.
Όσο προσθέτω χρόνια σε μυαλό και σώμα, παραδέχομαι πως έχω τα άγχη μου κυρίως σχετικά με το αν θα συνεχίσω (στον όποιο βαθμό το έκανα όντας νεότερος) να κυνηγάω το φρέσκο, να έχω ενέργεια και κυρίως πνευματική διάθεση να κάνω τις μικρές μου επαναστάσεις, αντιστάσεις και γενικώς να λειτουργώ με πάθος και οδηγό το συναίσθημα και λιγότερο τη λογική και τον κομφορμισμό.
Έτσι, όταν βγήκε στη σκηνή η ευγενική αυτή μορφή του ασπρομάλλη Mark, εντελώς απλού σε ντύσιμο και συμπεριφορά (ενδεικτικό το πως πάλευε με τις παρτιτούρες του, τσαλακωμένες, μπερδεμένες με δεκάδες σημειώσεις πάνω) έκανα τις παραπάνω σκέψεις και αναρωτήθηκα (αμφέβαλα, για να το πω ξεκάθαρα) για το τι θα ακούσουμε που να ταιριάζει με όσα διάβασα στο bio του αλλά και τα λίγα που είχα ακούσει κατά το παρελθόν.
Με την αρχική νότα από την κιθάρα, το πρώτο χτύπημα των ντραμς από τον απίστευτο Ches Smith και το πρώτο άγγιγμα οργάνου (πολυοργανίστας γαρ, κιθάρες, synths, κρουστά) του μάγου Shahzad Ismaily, κατάλαβα ότι πιθανώς να ακούσουμε πράγματα που θα μας κάνουν να παραμιλάμε.
Όπως και έγινε. Πειραματική jazz, punk, post punk, post rock, hard και heavy, noise, metal έως και hardcore έγιναν ένα. Ο ορισμός του avant-garde μουσικού ταξιδιού, σε γενικότερο πλαίσιο. Ένας ωκεανός ήχων που σε παρέσυρε σε διαφορετική μουσική ακτή κάθε φορά. Δεν είναι όμως μόνο το τι ακούγαμε αλλά και το τι βλέπαμε. Εκεί, στην πρώτη σειρά που βρέθηκα, μπροστά στον Shahzad, αισθάνθηκα σαν να παρακολουθώ αγώνα tennis. Το κεφάλι μου κάθε δευτερόλεπτο γύρναγε να δει τι εντυπωσιακό έκανε ο καθένας τους.
Μουσικές ανυπέρβλητες, χτίζανε τοίχο απροσπέλαστο σε κάθε μορφή «συντηρητισμού», βολέματος και απόλαυσης των έως τώρα κεκτημένων. Είχες μπροστά σου έναν 70άρη και δύο 50φεύγα μουσικούς που έπαιζαν με τέτοια ένταση, τέτοιο αυθορμητισμό και αυτοσχεδιαστική διάθεση, με όραμα και ορμή προς το μέλλον, με επαναστατική και ταυτόχρονα ανθρώπινη και ανθρωποκεντρική διάθεση που το χαιρόσουν σε κάθε δευτερόλεπτο του. Ήταν άλλωστε από την αρχή σαφής η διάθεση του Mark να περάσει κοινωνικοπολιτικά μηνύματα, με τα By the River of Babylon και Songs of Freedom. “We are not on Tour, we are in exile from fascist United States” είπε και δεν άφησε παράθυρο παρερμηνειών.
Το μουσικό υπερθέαμα κράτησε περίπου μιάμιση ώρα, και σε κάθε κομμάτι, o Mark μας ευχαριστούσε για την παρουσία και την προσοχή μας. Σε ένα από τους χαιρετισμούς, λίγο πριν το τέλος, αισθάνθηκε την ανάγκη να μας δώσει κουράγιο (αν ήξερε πόσο δίκιο είχε ότι το χρειαζόμαστε) λέγοντας (στο περίπου) «thank you all for being here today, because we live in a f^&ed up world, but together we’ll figure it out”. Εncore με Sometime I'll Lay Down Μy Wrath και Soldiers Ιn Τhe Army of Love και αποχαιρετισμός σε τρεις σπουδαίους μουσικούς. Πολλά μπράβο!
Συγχαρητήρια και στη Scenius που τολμά και φέρνει το διαφορετικό Έχει ανταπόκριση από το κοινό ευτυχώς, κάτι που μας γεμίζει όλους ελπίδα για το μέλλον.
Panagiotis I.
2. Είναι δύσκολο να γράψεις μια αποτίμηση συναυλίας όταν εμπλέκεται ένας από τους αγαπημένους σου μουσικούς και σίγουρα ένας από τους πιο ιδιοσυγκρασιακούς κιθαρίστες των τελευταίων σαράντα ετών. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν το ενδεχόμενο μιας άστοχης και θολής στα κίνητρα συναυλίας γίνεται τελικά πραγματικότητα και πρέπει έτσι να τοποθετηθείς κριτικά απέναντι στον καλλιτέχνη και μαζί να αντιπαρατεθείς σε ένα σώμα ακροατών που αγκαλιάζει προκαταβολικά το «αποτέλεσμα» της συναυλίας λόγω του βάρους του ονόματός του και, κυρίως, λόγω του ενδόμυχου φόβου να έρθουμε αντιμέτωποι με τη μουσική αποτυχία και τη διάψευση των προσδοκιών μας. Διότι όταν αποτυγχάνει ο μουσικός, αποτυγχάνει και ο ακροατής μαζί του. Δεν θα συμφωνήσω ποτέ με αυτή τη διάθεση απόδοσης ευσήμων εκ των προτέρων: ακόμα και αν την Τετάρτη το βράδυ βλέπαμε τον Tom Waits σε μια μέτρια εμφάνιση, με υγιείς και ενίοτε όχι τόσο υγιείς δόσεις μουσικής αλαζονείας, με ένα όραμα ζαλισμένο και κάπως αυτάρεσκο, θα έπρεπε να το πούμε, να το αναλύσουμε και τελικά να τυλιχτούμε όλοι μαζί στη σκόνη της αποτυχίας. Η αποτυχία είναι σκοτεινή φίλη της τέχνης και όχι εχθρός της. Έτσι, λέγοντας τη σπασμένη αλήθεια μας, πέρα από το να προστατεύουμε τον καλλιτέχνη από τις παγίδες του ίδιου του του εαυτού σε αυτή την περιπλάνηση στο δωμάτιο με καθρέφτες που αποτελεί η τέχνη, θα προστατεύαμε πρωτίστως αυτή την τελευταία, τη μουσική την ίδια.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι την Τετάρτη το βράδυ δεν είδαμε (και δεν περιμέναμε να δούμε) τον Marc Ribot, αλλά ένα από τα πιο περιπετειώδη τρίο που δραστηριοποιούνται αυτή τη στιγμή στις παρυφές του ανήσυχου ήχου. Το μόνο σίγουρο επίσης είναι ότι σε μεγάλο βαθμό ακούσαμε μόνο τον Ribot, όχι μόνο λόγω της ηχητικής ανισορροπίας στον χώρο, όπου η κιθάρα του –σε μια αχρείαστη υπεροπλία στην οποία δεν μας έχει συνηθίσει– δέσποζε πάνω από τα υπόλοιπα όργανα –κοινώς, ο ήχος μπάταρε προς τα δεξιά– αλλά κυρίως λόγω του πληθωρικού του παιξίματος που δεν άφηνε σχεδόν καθόλου ξέφωτα στον χώρο. Όταν έχεις στο πλάι σου έναν καταπληκτικό μουσικό όπως ο Shahzad Ismaily, τον αφήνεις να λάμψει, ισότιμα. Για αυτό και ξεχώρισε τόσο η στιγμή όπου ο τελευταίος επιδόθηκε σε ένα σχεδόν κέλτικο παραλήρημα πάνω από τα synths του και τα hardware electronics του. Τα χειροκροτήματα του κόσμου το επιβεβαίωσαν. Rock με λάθος τρόπο, ηλεκτρικός χωρίς αιτία, σολιστικός χωρίς ανάγκη, ο Ribot έδειχνε σε σημεία τι μπορεί να πάει λάθος με την ηλεκτρική κιθάρα στις μέρες μας: συχνοτική εξάντληση, πρωτοκαθεδρία στον μουσικό διάλογο, φόβος απέναντι στην παύση και την αφωνία, διεκδίκηση της συγκίνησης μέσα από έναν καταιγισμό νοτών που θυμίζει κύματα πληροφορίας. Και πουθενά το πνεύμα του αγαπημένου του Ayler, του Coltrane. Σε όλη τη συναυλία σκεφτόμουν τον Robert Quine, τον ήσυχο, διοπτροφόρο πρίγκηπα της Νέας Υόρκης και τελικά τη μεγάλη κιθάρα εκείνων των ημερών. Σκεφτόμουν το χάος της σιωπής του. Τη νύχτα ανάμεσα στις νότες του. Την απόσυρση της σκιάς του. Δεν πιστεύω ότι γράφω αυτά πράγματα για τον άνθρωπο που έπαιξε το σόλο του “Hoist that Rag”. Όμως, ο Ribot την Τετάρτη το βράδυ ξέχασε τον μεγάλο οδηγό στη μουσική πράξη: σημασία δεν έχει να παίζεις, αλλά να ακούς.
Τέτοια σχήματα, που ακροβατούν στο σχοινί της απόλυτης μουσικής μέθεξης και της πλήρους αλλά γενναίας αποτυχίας, τα ζυγιάζεις με ένα τέτοιο πνεύμα: μπορεί να βρεθείς μπροστά σε μια σπουδαία εμπειρία ή να καταλήξεις με μια στεγνή επίδειξη μουσικής ισχύος που στερείται ποιητικής και νοήματος, ακριβώς επειδή έχεις προκαθορίσει την έκβασή της λόγω των μουσικών εχεγγύων που κουβαλάνε τα ονόματα πίσω από αυτήν. Στη μουσική όμως πρέπει να προσέρχεσαι πάντα άοπλος. Και μαθητής. Και ηλίθιος. Οι Ceramic Dog είναι ικανοί για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο. Απέφυγαν το τελευταίο λόγω κάποιων εμπνευσμένων στιγμών (όπως η διασκευή του Bob Dylan και η «μελοποίηση» Allen Ginsberg), σίγουρα όμως δεν έπραξαν το πρώτο. Και για αυτό ευθυνόταν κυρίως ο τύπος στα δεξιά.
S.D.
Photos/videos: v_era