Ανέκαθεν με γοήτευαν οι μοναχικοί καλλιτέχνες. Αυτοί που εμφανίζονται στο προσκήνιο με το όνομά τους (καλλιτεχνικό ή μη), γράφουν τη μουσική και τους στίχους οι ίδιοι και στηρίζουν στο προσωπικό τους ταλέντο την όλη πορεία τους. Δυο τέτοια-κορυφαία- παραδείγματα, που χάσαμε μέσα στο καταραμένο 2016, ήταν ο David Bowie και ο Leonard Cohen. Και οι δυο έγιναν μεγάλοι με όσα οι ίδιοι, ως επί το πλείστον, εμπνεύστηκαν. Αυτό το μονοπάτι προσπαθεί να ακολουθήσει και ο συμπαθέστατος Λονδρέζος μουσικοσυνθέτης, στιχουργός και πολυοργανίστας Ed Harcourt. Η αναφορά μου στους δυο γίγαντες δεν είναι τυχαία, καθώς το ύφος του Εd προσομοιάζει στο δικό τους. Έχει δρόμο να διανύσει πολύ για να τους πλησιάσει, όμως με δισκάρες σαν και το φετινό Furnaces φαίνεται πως είναι σωστά προσανατολισμένος.
Ο Ed, αν και νέος σε ηλικία (39 ετών), φτάνει φέτος αισίως στους επτά προσωπικούς δίσκους. Πολλά τα albums όπως και μπόλικα singles, e.p.’s, αλλά και υποψηφιότητες για βραβεία, σε μια καριέρα που ξεκινά το 2000 με το e.p. Maplewood. Στα παράσημα του πρέπει οπωσδήποτε να αναφέρουμε και το γεγονός ότι “άνοιγε” τις συναυλίες στο ευρωπαϊκό tour των The Gutter Twins το 2008, γεγονός που από μόνο του δείχνει την αλματώδη εξέλιξη του.
Το Furnaces είναι ο πρώτος δίσκος με τη νέα του εταιρεία, την Polydor και είναι γεμάτος από μουσικά διαμάντια. Ίσως κανένα από τα τραγούδια να μη διεκδικεί βραβείο πρωτοτυπίας, αλλά είναι απαραίτητο πάντα αυτό για να αξιολογείται κάτι ως σημαντικό και καλλιτεχνικά αξιόλογο ή και απολαυστικό; Ο Harcourt στα περισσότερα κομμάτια κλείνει το μάτι στο παρελθόν και μας παραπέμπει σε πράγματα που κάτι μας θυμίζουν. Το κάνει όμως με μαεστρικό τρόπο, τόσο στον τομέα της σύνθεσης όσο και στον τρόπο που δομεί το στίχο. Δε φοβάται να ανοιχτεί συναισθηματικά, να ξεγυμνωθεί. Αλλά ταυτόχρονα γίνεται και καταγγελτικός, προσπαθεί να προειδοποιήσει για ότι επιφυλάσσει το μέλλον στην ανθρωπότητα και ενίοτε εκφράζει απόγνωση. Όπως σε μια από τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου, το Τhe World Is On Fire: “As the world is on fire / I hear songs with no words / while in the grand scheme of things / it’s just a dot in the universe”.
Ακούστε εδώ
Σε άλλες φάσεις γίνεται πιο συναισθηματικός και το αντικείμενο αναφοράς αλλάζει. Μιλάει για έρωτα, απώλεια, θλίψη. Με αυτά καταπιάνεται για να συνοδεύσει τις μεθυστικές μελωδίες του Υοu Give Me More Than Love, ένα μελόδραμα που το «ζει» έντονα καθώς τραγουδά: “The sweet taste of misfortune / Has led me to your door / You unhinge every burden / And play the final chord”. Στιχουργικά και συνθετικά αυτό το κομμάτι είναι το πλέον συναρπαστικό του άλμπουμ, εκστατικά ψυχοπλακωτικό.
Tο Furnaces, πρώτο single και πιο “εμπορικό” κομμάτι, αποτελεί μια απόλυτα ολοκληρωμένη προεπισκόπηση του άλμπουμ. Στην ουσία πρόκειται για ερωτική σύνθεση αλλά με υπόβαθρο που παραπέμπει σε σήψη, φωτιές και παρακμή. Το Occupational Hazard είναι το πιο ρυθμικό, «μπασάτο» και cool κομμάτι του δίσκου. Αν το ακούσετε, εγγυώμαι ότι θα θέλετε να “ξαναπαίξει” άμεσα. Στα φωνητικά βοηθά και χρωματίζει απίστευτα το κομμάτι η βιολίστρια(!) Gita Langley. Στο Nothing But A Bad Trip, μουσικό ύφος, τραχύτητα φωνής και κιθάρας καθώς και η όλη ατμόσφαιρα μου φέρνουν στο μυαλό (ελπίζω να μη θεωρηθώ ιερόσυλος) τον Jeff Buckley.
Φοβερό κομμάτι και το Dionysus. Ξεκινά ήπια με απαλό πιάνο, αλλά γρήγορα ξεσηκώνεται και αποκτά μιλιταριστικό ρυθμό. Στροβιλιζόμενα, ζαλισμένα riffs, απίστευτος δυναμισμός, καταπληκτικά ξεσπάσματα και όμορφοι στίχοι. Θεωρώ πως πρόκειται για μια από τις καλύτερες συνθέσεις της χρονιάς. Η δε σπαρακτική, βραχνή, σκοτεινή φωνή του βρίσκεται στο καλύτερο σημείο από την αρχή της καριέρας του και αυτό αποτυπώνεται σε μέγιστο βαθμό στο Immoral.
Κακά τα ψέματα, καλό είναι να έχεις υψηλού επιπέδου συνθέσεις, αλλά για να αναδειχθούν και να φτάσουν στο αυτί του ακροατή όπως πρέπει χρειάζεται και ο σωστός παραγωγός. Εκεί έβαλε το χέρι του ο σπουδαίος Flood, γνωστός από τις συνεργασίες του με κορυφαίους καλλιτέχνες (U2, Nick Cave, PJ Harvey, Foals μεταξύ άλλων), που συνέβαλε τα μέγιστα κατά την άποψη μου ώστε ο δίσκος να μην ακούγεται «μελό» αλλά αντίθετα τραχύς, μυστήριος, έως και gothic σε στιγμές, πάντα όμως ακουμπώντας στην pop/rock και folk παράδοση.
Καταπληκτικό τελικό αποτέλεσμα, σε ένα από τα ομορφότερα ακούσματα της χρονιάς. Πέραν της παραγωγής, οι συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως οι Stella Mozgawa (ντράμερ των Warpaint), Tom Herbert (μπασίστας στους Invisible και Polar Bear) και Hannah Lou Clark (μέλος των Αrthur και των FOE) σίγουρα ανέβασαν καλλιτεχνικά και έδωσαν ιδιαίτερο πρεστίζ στο άλμπουμ. Συνιστώ να ακούσετε το δίσκο και όλοι μας να παρακολουθούμε τα επόμενα βήματα του, που είμαι βέβαιος πως θα είναι σημαντικά.
Υ.Γ: Παρακάτω μπορείτε να πάρετε και μια ιδέα από το κομμάτι Antarctica που “κλείνει” το δίσκο, κατά την παρουσίαση αυτού στις 22 Αυγούστου του 2016 στο αγαπημένο δισκάδικο Rough Trade East του Λονδίνου. Εκεί επέλεξε να κάνει την παρουσίαση μόνος του, παίζοντας synths, κιθάρα και ό,τι άλλο χρειάστηκε για την όσο το δυνατόν πιο πιστή αλλά και ιδιαίτερη απόδοση του δίσκου. Αξίζει να του ρίξετε μια ματιά. Εξαιρετικός πραγματικά. Εδώ
*2 κομμάτια που θα ομορφύνουν τη ζωή σας : Τhe World Is On Fire, Dionysus
8,5/10
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο soundgaze.gr