Η σχέση μου με τους Pearl Jam ήταν περίεργη, άργησε να ξεκινήσει, αλλά άπαξ και αυτό έγινε, παρέμεινε ζεστή! Η αγορά του Νo Code ήταν η αρχή, εδραιώθηκε όμως με ένα “σχεδόν” τυχαίο γεγονός. Όντας υποψιασμένος επί πολλά χρόνια από γνωστό πολυκατάστημα καλλυντικών, ότι μιας και δεν πολυασχολείται άνθρωπος, μπορείς στο τμήμα της μουσικής του να βρεις διαμάντια, κράταγα ανοιχτές τις κεραίες μου σε οποιουδήποτε τέτοιου τύπου μαγαζί βρισκόμουν, για πιθανά ξεχασμένα cds. Έτσι δεν ήταν τελείως τυχαίο, σίγουρα όμως ήταν “κουλό” το γεγονός ότι ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του, θα πετύχαινα σε εξευτελιστική τιμή το Yield σε επαρχιακό σούπερ μάρκετ. Και φυσικά ακόμα και τότε που το τσίμπησα με περίσσεια χαρά κοιτάζοντας γύρω μου μήπως κατάλαβε κανένας ότι “έκλεψα εκκλησία”, δε μπορούσα να φανταστώ ότι θα ήταν ο δίσκος που στην ουσία θα εδραίωνε τη σχέση μου με την μπάντα. Θα με έκανε να την λατρέψω, να γυρίσω να ακούσω προσεκτικά τα παλαιότερα της και έκτοτε να την ακολουθώ πιστά!
Το Yield, αν και ελαφρώς παρεξηγημένο και ίσως λίγο παραμελημένο από τους οπαδούς, αποτελεί για τον γράφοντα ένα από τα κορυφαία albums της εμβληματικότερης και -πιθανώς- μακροβιότερης μπάντας που προέκυψε από την πόλη (και τη «σκηνή», κατ’επέκταση) του Seattle. Είναι μάλιστα, ο δίσκος που βρίσκεται ακριβώς στη μέση του συνόλου των κυκλοφοριών τους (5ος στο σύνολο των 10 -μέχρι ώρας- studio albums), και κατά την άποψη μου ο τελευταίος της πρώτης φάσης της καριέρας τους. Σε αυτόν, ο ήχος έκανε μια στροφή, άρχισαν να αφήνουν πίσω τους τα grunge μονοπάτια και πέρασαν σε πιο κλασσικές ηχητικές φόρμες του rock, βγάζοντας συχνά την αίσθηση μιας garage rock μπάντας (KAI με την κυριολεκτική έννοια του όρου) όπως στο MFC, και άλλες φορές παίζοντας σχεδόν ακουστικά (Low Light). Πιθανότατα αυτός είναι και ένας από τους λόγους της μακροημέρευσης τους. Όταν δε, το grunge έσβησε, οι Pearl Jam συνέχισαν να υπάρχουν και έτσι σήμερα όταν αναφερόμαστε σε αυτούς, μιλάμε απλώς για μια καταπληκτική rock μπάντα, χωρίς περαιτέρω (grunge κλπ) προσδιορισμούς.
Στα 10 κομμάτια του το Yield τα περιέχει όλα. Το ξεκίνημα με το Brain of J. και τον grunge ήχο να βρυχάται ακόμα, το αισθαντικό και με αρκετά προσωπική γραφή Wishlist (λένε πώς γράφτηκε από τον Eddie Vedder με το μυαλό στην επί 15ετία σύζυγό του -και επίσης μουσικό- Beth Liebling , με την οποία λίγο μετά χώρισαν), που νιώθω πως παίζει το ρόλο (στο άλμπουμ) που έπαιξε το Black στο ντεμπούτο τους Ten (1991). Αυτά είναι άλλωστε για τα δυο πλέον αγαπημένα μου PJ κομμάτια. Ακόμα δυο λατρεμένα όμως βρίσκονται επίσης στο Yield. Αρχικά το Given To Fly. Το απίστευτο κλιμακωτό ανέβασμα της έντασης του, σου δίνει φτερά για να πετάξεις, ενώ οι στίχοι μοιάζουν να αναφέρονται σε ένα καταθλιπτικό άνθρωπο που καταφέρνει να υπερνικήσει τον πόνο του: “…the wind rose up, set him down on his knee, wave came crushing like a fist to the jaw, delivered him wings, “hey look at me now”…arms wide open with the sea as his floor, oh he’s flying”. Στη συνέχεια το All Those Yesterdays. Ένα από τα πιο laid back κομμάτια τους, γραμμένο από τον κιθαρίστα Stone Gossard (όπως και το No Way). Ο Yield ήταν άλλωστε ο πρώτος δίσκος των PJ, στον οποίο εκτός του Vedder, στίχους έγραψαν και άλλα μέλη). “Don't you think you've done enough, Oh, don't you think you've got enough, You don't think there's time to stop, There's time enough for you to lay your head down, tonight, Let it wash away, All those yesterdays”. Χαλάρωσε, ήρθε η στιγμή σου να ηρεμίσεις και να ξεχάσεις όλα τα κακά του παρελθόντος, δώσε αξία σε αυτά που πραγματικά έχουν σημασία. Όλο το μήνυμα του Yield σε ένα κομμάτι. Δε πρέπει να παραβλέψει κανείς το πολύ ιδιαίτερο, instrumental, αυτοσχεδιαστικό και με σπανιόλικο ρυθμό hidden κομμάτι πίσω από το All Those Yesterdays, που προδίδει τη διάθεση της μπάντας να ψαχτεί και να εξελιχθεί. Τέλος, υπάρχει και το No Way, ένα από τα πιο progressive κομμάτια των PJ. Ναι, έχουν και τέτοια, ή πιο σωστά “απέκτησαν και τέτοια από το Yield και μετά”! Σκοτεινό, με εναλλαγές, ωραίο κιθαριστικό solo στη μέση, με διπλά και τριπλά φωνητικά να “γεμίζουν” τον ήχο.
Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω όλους τους προηγουμένους drummers της μπάντας, φαίνεται πως η επιρροή του Jack Irons (ιδρυτικό μέλος των Red Hot Chili Peppers πίσω στο 1983), παρά τη σύντομη παραμονή του στο συγκρότημα (1994-1998) υπήρξε σημαντική, αν κρίνουμε πάντα από το αποτέλεσμα. Σα να τους «έσπρωξε» (το Push me, Pull me, είναι ένας τίτλος που του ταιριάζει άλλωστε, ακούστε όμως ενδεικτικά και τα τύμπανα στο συγκεκριμένο κομμάτι) προς το να αλλάξουν επίπεδο, να αποκτήσουν πιο στιβαρό, ώριμο ήχο. Δεν έμεινε πολύ στην μπάντα, αλλά πρόλαβε να συμμετέχει σε 2 δίσκους. Τα τύμπανα άλλωστε υπήρξαν η «ηλεκτρική καρέκλα» τους, αφού στα 35 χρόνια αδιάκοπης παρουσίας, το μόνο μέλος που άλλαζε ήταν ο ντράμερ. Μέχρι ο Matt Cameron (πρώην Soundgarden) να αναλάβει το 1998 δηλαδή, ακριβώς μετά την κυκλοφορία του Yield και πριν την περιοδεία Yield Tour που ακολούθησε, και να παραμείνει μέχρι σήμερα.
Για τους Pearl Jam θα μπορούσαμε να γράφουμε μέχρι να τελειώσει το…στυλό και ασφαλώς θα επανέλθουμε σε αυτούς μόλις δοθεί μια ευκαιρία (επετειακή ή ακόμα καλύτερα…συναυλιακή). Και αύριο όμως αν ανακοίνωναν το τέλος της καριέρας τους, θα κέρδιζαν άνετα μία θέση στις μεγαλύτερες μπάντες στην ιστορία της μουσικής. Και σίγουρα ένα από τα albums τους, πιθανότατα το Yield -αν και υπάρχουν και άλλα που βάζουν ισχυρή υποψηφιότητα- θα βρισκόταν στα καλύτερα όλων των εποχών.
Φωτογραφίες: v_era